Οπλές αλόγου ακούστηκαν από κάπου μακριά. Ο Καμπέρα κράτησε την κεντρική πύλη ανοιχτή παρακολουθώντας τη μορφή που πλησίαζε καλπάζοντας. Ήταν άραγε ο πρώτος από τους επιτιθέμενους ή αγγελιαφόρος από τη Ρώμη; Μια ουρά από μαύρη σκόνη σηκωνόταν πίσω από τον ιππέα. Η μορφή του ίσα που διακρινόταν μέσα στο λυκόφως που έφθινε ολοένα και περισσότερο… ” Κράτα την πύλη!” τον διέταξε μια άγρια φωνή. Ο Ιούλιος όρμησε με πάταγο μέσα από το άνοιγμα. Το πρόσωπο του ήταν φλογισμένο από τον καλπασμό και τα πλούσια ρούχα του λερωμένα και ποτισμένα από την κάπνα. “Η Ρώμη παραδόθηκε στις φλόγες!”, είπε πηδώντας στο έδαφος. “Αλλά δεν θα πάρουν το σπίτι μου…” Τώρα το σκοτάδι γέμιζε και τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αλλά ο Καμπέρα έβλεπε διάσπαρτες φωτεινές κουκκίδες να κινούνται στο βάθος, στα χωράφια. Ενώνονταν και πολλαπλασιάζονταν σαν πυγολαμπίδες. Το καθένα θα ήταν ένα λυχνάρι ή ένας πυρσός στα χέρια οργισμένων, εξεγερμένων δούλων, με το αίμα ξαναμμένο από τις φλόγες που έβλεπαν να καίνε τον ουρανό της πρωτεύουσας.
Προήλαυναν κιόλας προς το μεγάλο κτήμα.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχουν ακόμη αξιολογήσεις.